ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ

Δεν ξέρουμε ακόμα με ακρίβεια. Η ιατρική έχει προσδιορίσει ορισμένους παράγοντες κινδύνου. Ένας παράγοντας κινδύνου αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου, δεν σημαίνει όμως ότι μια γυναίκα που έχει κάποιον ή και όλους τους παράγοντες κινδύνου θα εμφανίσει οπωσδήποτε καρκίνο. Από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών χωρίς κανέναν παράγοντα κινδύνου που ανέπτυξαν καρκίνο.

Όμως η γνώση των παραγόντων κινδύνου είναι εξαιρετικά σημαντική:

  • Διότι κάποιοι παράγοντες διαμορφώνονται από το είδος της ζωής που κάνουμε, άρα μπορούμε να τους ελαχιστοποιήσουμε ή να τους εξαλείψουμε και,
  • Διότι μπορούμε να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης με προληπτικές εξετάσεις, ώστε στην περίπτωση που εμφανιστεί καρκίνος ή ακόμα και προ-καρκινική αλλοίωση, να επέμβουμε στα πρώτα στάδια, με πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχούς έκβασης.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

1. Κληρονομικότητα
Οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού έχουν περισσότερες πιθανότητες να τον εμφανίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Οι στατιστικές δείχνουν πώς μια γυναίκα με συγγενή πρώτου βαθμού (μητέρα, αδελφή ή κόρη) που εμφάνισε καρκίνο του μαστού, έχει διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξει καρκίνο του μαστού και η ίδια. Οι πιθανότητες πενταπλασιάζονται όταν δύο συγγενείς πρώτου βαθμού έχουν αναπτύξει καρκίνο του μαστού.

 

 

2. Ηλικία
Όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι μια γυναίκα, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου. Οι 3 στους 4 καρκίνους του μαστού διαγιγνώσκονται μετά την ηλικία των 50 ετών. Όμως, μετά τα 75, οι πιθανότητες μειώνονται.

 

 

3. Μετάλλαξη γονιδίων
Τα γονίδια είναι τμήματα του DNA, που καθορίζουν την ανάπτυξη και τη λειτουργία του οργανισμού μας. Ορισμένα γονίδια, που ονομάζονται ογκοκατασταλτικά, έχουν τον ρόλο να επιδιορθώνουν βλάβες που μπορεί να προκύψουν στο DNA (είτε φυσικά, κατά την διαίρεση των κυττάρων, είτε υπό την επίδραση εξωτερικών παραγόντων όπως ακτινοβολίες ή χημικά). Τα γονίδια BRCA1 (Breast Cancer 1) και BRCA(Breast Cancer 2) ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Όταν τα ίδια αυτά γονίδια έχουν υποστεί μετάλλαξη, δεν μπορούν να επιτελέσουν το έργο τους και να επιδιορθώσουν αποτελεσματικά τυχόν βλάβες στο DNA. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, οι βλάβες αυτές συσσωρεύονται και μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση  του καρκίνου.
Τα μεταλλαγμένα γονίδια μεταφέρονται στους απογόνους. Αν ένα άτομο κληρονομήσει παθογόνο μετάλλαξη στο γονίδιο BRCA, έχει αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξει ορισμένες μορφές καρκίνου: 50%-85% περισσότερες πιθανότητες για καρκίνο του μαστού και 15%-40% για καρκίνο των ωοθηκών. Έχει επίσης αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης και άλλων μορφών καρκίνου όπως δεύτερος καρκίνος μαστού ή και καρκίνος παγκρέατος. Στους άνδρες που παρουσιάζουν αυτές τις μεταλλάξεις υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη. Η ύπαρξη αυτών των μεταλλαγμένων γονιδίων μπορεί να ανιχνευθεί με μια ειδική εξέταση αίματος.

 

4. Άτυπες προ-καρκινικές αλλοιώσεις των ιστών του μαστού
Ο αδένας του μαστού αποτελείται  από τα λόβια (ομάδες κυττάρων που παράγουν γάλα) και τους γαλακτοφόρους πόρους (λεπτούς σωλήνες) οι οποίοι μεταφέρουν το γάλα στη θηλή. Σε αυτές τις δομές υπάρχουν ως επίστρωση επιθηλιακά κύτταρα. Υπό την επίδραση ορμονικών ερεθισμάτων, κάποια επιθηλιακά κύτταρα χάνουν τη φυσιολογική τους δομή (γίνονται άτυπα), χωρίς να έχουν μετατραπεί ακόμη σε καρκινικά. Εάν τα άτυπα αυτά κύτταρα πολλαπλασιάζονται μέσα στους πόρους του μαζικού αδένα έχουμε την λεγόμενη Άτυπη Πορογενή Υπερπλασία (ADH), ενώ εάν αναπτύσσονται μέσα στα λόβια, μιλάμε για Άτυπη Λοβιακή Υπερπλασία (Lobular Neoplasia). Αν τα ακανόνιστα (άτυπα) κύτταρα μέσα στους λοβούς είναι πολλά σε αριθμό, έχουμε Λοβιακή Νεοπλασία.
Ανάλογα με την έκταση που καταλαμβάνουν αυτά τα άτυπα κύτταρα και το κατά πόσον έχουν διαπεράσει (διηθήσει) ή όχι το τοίχωμα των λοβίων, τότε η βλάβη, εφόσον δεν διαπερνά το τοίχωμα, ονομάζεται Mη Διηθητικός Λοβιακός Καρκίνος (δεν διαπερνά το τοίχωμα) ή Ενδοεπιθηλιακή Λοβιακή Νεοπλασία (LIN) ή Λοβιακό Καρκίνωμα in situ (LCIS).
Οι προ-καρκινικές αλλοιώσεις αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου και στους δύο μαστούς:
– 5 φορές για την Άτυπη Πορογενή Υπερπλασία και
– 10 φορές για το Λοβιακό Καρκίνωμαin situ.In situ είναι ένας γενικός επιστημονικός όρος που σημαίνει «επί τόπου, στην αρχική θέση». Στην ογκολογία, ως «in situ» χαρακτηρίζεται η πρόδρομη μορφή καρκίνου που μεγαλώνει τοπικά, μέσα σε μια μεμβράνη που απομονώνει τα προ-καρκινικά κύτταρα από τα υπόλοιπα κύτταρα του μαστού. Στη φάση αυτή δεν γίνονται μεταστάσεις. Υπάρχει όμως πιθανότητα, το in situ νεόπλασμα να μεγαλώσει πολύ, να διασπάσει τη βασική αυτή μεμβράνη και να διεισδύσει στα αιμοφόρα και λεμφοφόρα αγγεία.
Τότε ο καρκίνος ονομάζεται διηθητικός (Invasive ή Infiltrative) και είναι δυνατόν να προκαλέσει μεταστάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένας διηθητικός καρκίνος θα προκαλέσει οπωσδήποτε μεταστάσεις.
Παρόλο που η νεοπλασία στους λοβούς ονομάζεται «καρκίνωμα» δεν θεωρείται στην πραγματικότητα καρκίνος του μαστού. Όμως η παρουσία του λοβιακού καρκινώματος in situ αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
Εάν μια γυναίκα διαγνωστεί με λοβιακό καρκίνωμα in situ θα πρέπει να μπει σε τακτικό πρόγραμμα παρακολούθησης, ούτως ώστε σε περίπτωση που εμφανιστεί καρκίνος να αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Η λύση της προληπτικής μαστεκτομής μπορεί να επιλεγεί  όταν το λοβιακό καρκίνωμα in situ εμφανίζεται σε πολλά τμήματα του μαστού ή και στους δύο μαστούς, μετά από ενημέρωση της ασθενούς για τις διάφορες επιλογές.
Συχνά μια καρκινική βλάβη μπορεί να προκύψει ως τυχαίο εύρημα σε ιστούς που αφαιρούνται γύρω από ένα ινοαδένωμα, σε τμήματα μαστού που αφαιρούνται στο πλαίσιο αισθητικών επεμβάσεων ή σε βιοψία για έλεγχο των μικροαποτιτανώσεων του μαστού.
Η διάγνωση γίνεται αποκλειστικά και μόνο με βιοψία. Οι απεικονιστικές εξετάσεις (μαστογραφία, υπερηχογράφημα, μαγνητική μαστογραφία) δεν δίνουν διάγνωση παρά μόνο ένδειξη και υπόνοια κακοήθειας.

 

5. Πυκνότητα του στήθους
Όταν το στήθος αποτελείται από περισσότερο αδενικό ή συνδετικό ιστό και λιγότερο λιπώδη ιστό, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου. Αυτό συμβαίνει επειδή το «πυκνό» στήθος διαθέτει περισσότερα κύτταρα που εκτίθενται στις επιδράσεις των ορμονών.
Επιπλέον, ο πυκνός μαστός δυσχεραίνει την αυτοεξέταση και τις απεικονιστικές εξετάσεις, άρα είναι δυσκολότερη η ανεύρεση ενός καρκινικού όγκου. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται συχνά συνδυασμός απεικονιστικών εξετάσεων και μια πιο συχνή παρακολούθηση.

 

6. Ατομικό Ιστορικό Καρκίνου
Μια γυναίκα που έχει ήδη εμφανίσει καρκίνο σε έναν μαστό, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσει τη νόσο και στον άλλον.

 

7. Ακτινοθεραπεία
Η ακτινοθεραπεία στον θώρακα πριν από την ηλικία των 30 ετών (συνήθως για τη νόσο του Hodgkin σε παιδική ηλικία) αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στην μετέπειτα ζωή, ο οποίος μπορεί να εμφανισθεί 10-15 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ακτινοθεραπείας.

 

 

 

8. Έκθεση σε οιστρογόνα
Ο μαστός επηρεάζεται έντονα από τα επίπεδα των οιστρογόνων.
1. Αρχή εμμήνου ρύσεως πριν την ηλικία των 10 ετών,
2. Εμμηνόπαυση μετά τα 55 και
3. Ατοκία, δηλαδή αν μια γυναίκα δεν έχει παιδιά ή ακόμα αν γέννησε το πρώτο της παιδί σε ηλικία άνω των 35 ετών, είναι παράγοντες που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

 

9. Αντισυλληπτικά Δισκία
Παλαιότερες έρευνες έδειξαν μικρή αύξηση του σχετικού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που χρησιμοποιούσαν αντισυλληπτικά  χάπια για περισσότερο από 10 χρόνια. Τα παλαιότερα αντισυλληπτικά σκευάσματα είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε οιστρογόνα και πιθανολογήθηκε ότι η αύξηση του κινδύνου οφειλόταν σε αυτά. Όμως, 10 χρόνια μετά τη διακοπή της λήψης τους, ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού υποχώρησε στο επίπεδο των γυναικών που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν αντισυλληπτικά.
Τα αντισυλληπτικά σκευάσματα τελευταίας γενιάς έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε οιστρογόνα και προγεσταγόνα. Νεότερες μελέτες δείχνουν ότι η χρήση τους δεν αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες κάτω των 45 ετών.
Ταυτόχρονα, τα αντισυλληπτικά εμφανίζουν προστατευτική δράση για κάποιες περιπτώσεις καρκίνου. Η χρήση τους, για τουλάχιστον τρία χρόνια, συνδέεται, βάσει πολυετών μελετών, με μείωση κατά 30-50% του κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου των ωοθηκών και κατά 20% του κινδύνου για καρκίνο του παχέος εντέρου.
Όμως, οι γυναίκες με κληρονομικό ιστορικό καρκίνου του μαστού, ιδιαίτερα όσες είναι φορείς του γονιδίου BRCA1 θα πρέπει να συμβουλεύονται τον γυναικολόγο τους πριν ξεκινήσουν το “χάπι”.

 

10. Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης
Η Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της έλλειψης οιστρογόνων κατά τη διάρκεια της κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης, όπως είναι η οστεοπόρωση, οι εξάψεις και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις  ότι η συνδυασμένη θεραπεία με οιστρογόνα και προγεστερόνη (σε γυναίκες που δεν έχουν υποβληθεί σε αφαίρεση μήτρας) αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για καρκίνο μαστού. Η μονοθεραπεία με οιστρογόνο (η χορήγηση δηλαδή μόνο οιστρογόνων χωρίς την προσθήκη προγεσταγόνων) είναι πιθανόν να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του ενδομητρίου και σε μικρότερο βαθμό τον καρκίνου του μαστού, αν η διάρκεια της θεραπείας, μετά την εμμηνόπαυση, ξεπερνάει τα 5 έτη.

 

11. Αλκοόλ
Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ συμβάλλει στην ανάπτυξη καρκίνου στις γυναίκες, καθώς επιδρά στα επίπεδα των οιστρογόνων και εν τέλει στον κίνδυνο ανάπτυξης καρκινικών αλλοιώσεων στον μαστό. Να σημειωθεί πως η κατάχρηση αλκοόλ μπορεί επίσης να προκαλέσει  βλάβες στο DNA των κυττάρων του μαστού, με αποτέλεσμα να μετατραπούν αυτά σε καρκινικά.
Η υπέρβαση του ενός ποτού την ημέρα φαίνεται σε αρκετές μελέτες να συσχετίζεται με όλες τις μορφές καρκίνου του μαστού. Ενδεικτικά, οι γυναίκες που καταναλώνουν την διπλάσια ποσότητα αλκοόλ από τη συνιστώμενη, έχουν 33% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού.

 

12. Παχυσαρκία
Οι επιδημιολογικές ενδείξεις συσχετίζουν την παχυσαρκία με αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ιδίως στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.  Αντίθετα, η απώλεια βάρους δείχνει να μειώνει αυτόν τον κίνδυνο.
Το αίτιο βρίσκεται σε μια βιοχημική επεξεργασία που ονομάζεται αρωματοποίηση. Πρόκειται ουσιαστικά για την «ενεργοποίηση» οιστρογόνων κάτω από την επίδραση ενός ενζύμου που ονομάζεται αρωματάση. Αυτή η διαδικασία ενεργοποίησης γίνεται στον λιπώδη ιστό (κυρίως σε περιπτώσεις κοιλιακής παχυσαρκίας, που είναι και η πιο συχνή θέση εναπόθεσης λίπους μετά την εμμηνόπαυση. Οι συγκεκριμένοι τύποι καρκίνου ονομάζονται ορμονοευαίσθητοι ή ορμονοεξαρτώμενοι. Στις παχύσαρκες γυναίκες λοιπόν υπάρχει περίσσια οιστρογόνων μέσω της αρωματοποίησης.
Όσες παχύσαρκες γυναίκες εμφάνισαν ήδη καρκίνο στον μαστό έχουν 30% μεγαλύτερο κίνδυνο υποτροπής και 50% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου σε σχέση με μή παχύσαρκες γυναίκες. Για το λόγο αυτό είναι πολύ σημαντικό οι γυναίκες να διατηρούν το σωματικό τους βάρος σε φυσιολογικά επίπεδα, ειδικά μετά την εμμηνόπαυση, όπου και ο μεταβολισμός επιβραδύνεται.
Εκτός από τον έλεγχο του βάρους, προστασία προσφέρουν οι αντιοξειδωτικές ουσίες, ιδιαίτερα μια ομάδα που ονομάζονται καροτενοειδή και περιέχονται στα κόκκινα και πράσινα λαχανικά, στις ντομάτες, στις φράουλες και στο κόκκινο κρασί.
Στο πλαίσιο της φαρμακευτικής αντιμετώπισης αυτών των ορμονοευαίσθητων καρκίνων σε γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση, χρησιμοποιούνται οι λεγόμενοι  “αναστολείς της αρωματάσης”. Πρόκειται για ουσίες που εμποδίζουν την λεγόμενη περιφερική αρωματοποίηση και εν τέλει μειώνουν τα επίπεδα των οιστρογόνων στον οργανισμό.

 

13. Καθιστική ζωή
Επιστημονικά έχει αποδειχθεί συσχέτιση μεταξύ της έλλειψης σωματικής δραστηριότητας και της εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Μελέτες δείχνουν ότι περπάτημα 30 λεπτών ημερησίως στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού κατά 20%. Το ενδιαφέρον είναι πως η μεγαλύτερη μείωση (37%) καταγράφεται στις γυναίκες που έχουν φυσιολογικό βάρος. Στις υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες, η μείωση είναι πολύ μικρότερη.

 

14. Χρόνιο στρες
Η σχέση μεταξύ του στρες και του καρκίνου του μαστού έχει επισημανθεί σε επιδημιολογικές έρευνες, αλλά επιβεβαιώνεται και από τη μοριακή βιολογία. Σε κατάσταση στρες το συμπαθητικό σύστημα, καθώς και ο άξονας υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων (HPA axis) επηρεάζει αρνητικά τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυτή η επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο προκαρκινικών και εν τέλει καρκινικών αλλοιώσεων. Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως το στρες σχετίζεται όχι μόνο με την εμφάνιση αλλά και με την πορεία της νόσου. Όλο και περισσότερες οργανώσεις, στο πλαίσιο γυναικών που έχουν νοσήσει από καρκίνο του μαστού, εστιάζουν στην σημαντική επίδραση της ψυχολογίας για την πορεία της νόσου.

 

15. Κάπνισμα
Το κάπνισμα έχει συχσετισθεί με δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία σε πλήθος οργάνων: πνεύμονας, φάρυγγας, λάρυγγας, γλώσσα, οισοφάγος, πάγκρεας και μαστοί.
Οι γυναίκες που καπνίζουν έχουν 20 % περισσότερο κίνδυνο να νοσήσουν από καρκίνο του μαστού σε σχέση με τις μή καπνίστριες. Γυναίκες με μετάλλαξη στο γονίδιο BRCA 2, οι οποίες έχουν ήδη μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσουν, αυξάνουν ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο, αν καπνίζουν για περισσότερο από 4 χρόνια. Αν διαγνωσθούν με καρκίνο μαστού και συνεχίσουν το κάπνισμα έχουν χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης και μεγαλύτερα ποσοστά μετεγχειρητικής λοίμωξης του αναπνευστικού, λοίμωξης του χειρουργικού τραύματος, νέκρωσης των δερματικών κρημνών και καρδιαγγειακών συμβαμάτων.