O μαστός είναι ένα σύστημα αδένων που βρίσκονται στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, πάνω από τον μείζονα θωρακικό μυ στον οποίο στηρίζεται με τη βοήθεια συνδετικού ιστού. Η λέξη μαστός προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μαζός». Ονομάζεται συχνά και «μαζικός αδένας».
Πρωτοεμφανίζεται μεταξύ της 4ης και της 5ης εβδομάδας κύησης, όταν το έμβρυο έχει συνολικό μήκος 2,5 χιλιοστά. Κατά τον χρόνο αυτό, ανιχνεύονται δύο μαστικές ακρολοφίες, που ονομάζονται «γαλακτικές γραμμές» και εκτείνονται από τις μασχάλες μέχρι το εσωτερικό των μηρών, τόσο στα άρρενα όσο και στα θήλεα έμβρυα.
Μεταξύ της 12ης και της 16ης εβδομάδας σχηματίζονται οι θηλές και η θηλαία άλως (δακτύλιος, στεφάνι), η σκουρόχρωμη κυκλική περιοχή γύρω από τη θηλή. Από την 32η έως την 40η εβδομάδα κύησης σχηματίζονται οι δομές που θα παράγουν γάλα: οι λοβοί και οι γαλακτοφόροι πόροι. Κατά τη γέννηση είναι διαμορφωμένοι μόνον οι κύριοι γαλακτοφόροι πόροι. Ο μαστός δεν αναπτύσσεται περαιτέρω, έως την εφηβεία. Η ανάπτυξη του μαστού (θηλαρχή) είναι συνήθως το πρώτο σημάδι της εφηβείας στα κορίτσια και συμβαίνει κατά μέσο όρο στο 10ο έτος της ηλικίας (εξαρτάται από τη φυλή και τον δείκτη μάζας σώματος).
Στην εφηβεία, η ανάπτυξη των μαζικών αδένων είναι εντυπωσιακή με διακλάδωση των γαλακτοφόρων πόρων και αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των λοβίων. Η μεγαλύτερη ανάπτυξη του μαστού παρατηρείται συνήθως μέχρι την ηλικία των 16 ετών. Με την έναρξη της εμμήνου ρύσεως, η ορμονική ισορροπία του σώματος μεταβάλλεται. Λόγω αυξημένης παραγωγής οιστρογόνων και προγεστερόνης αναπτύσσονται οι διακλαδώσεις του συστήματος των πόρων, αυξάνεται η αιμάτωση, αναπτύσσονται τα λόβια και ο συνδετικός ιστός μεταξύ τους. Η θηλή και η θηλαία άλως μεγαλώνουν και σκουραίνουν.
Ο μαστικός αδένας διαθέτει 15-20 αυτόνομους λοβούς, με τη μορφή τσαμπιών σταφυλιού που διατάσσονται ακτινωτά πίσω από τη θηλή και τη θηλαία άλω. Κάθε λοβός αποτελείται από 20–40 λόβια και κάθε λόβιο από 10–100 λοβίδια ή αδενοκυψέλες. Από τις αδενοκυψέλες εκκρίνεται το γάλα. Με τη βοήθεια συσταλτικών μηχανισμών το γάλα κατευθύνεται στους κυψελιδικούς αυλούς και από εκεί στους γαλακτοφόρους πόρους, με μια διάταξη που θυμίζει ρυάκια και παραποτάμους που εκβάλλουν στον κεντρικό ποταμό, τον γαλακτοφόρο πόρο. Κάθε λοβός διοχετεύει γάλα στον δικό του γαλακτοφόρο πόρο, ο οποίος στο τέλος της διαδρομής διευρύνεται σχηματίζοντας μια μικρή «δεξαμενή» γάλατος, τον γαλακτοφόρο κόλπο ή λήκυθο. Οι γαλακτοφόροι κόλποι είναι αυτοί που πιέζονται όταν θηλάζει ένα παιδί ώστε να παρέχουν επαρκή ποσότητα γάλακτος.
Ανάμεσα στους λοβούς του μαστού υπάρχει ιστός που σχηματίζει ένα ινώδες δίκτυο, τους συνδέσμους του Cooper. Είναι αυτοί που συγκρατούν ένα μαστό, δίνοντάς του το σχήμα του. Στον μαστό υπάρχουν επίσης λεμφαδένες. Έχουν μικρό μέγεθος, σχήμα φασολιού και η λειτουργία τους είναι να φιλτράρουν τη λέμφο, το δεύτερο σε σημασία, μετά το αίμα, υγρό του ανθρώπινου σώματος. Χρησιμεύουν στην αποβολή των άχρηστων ουσιών αλλά και στην άμυνα του οργανισμού. Η λέμφος μεταφέρεται στους λεμφαδένες μέσω των λεμφαγγείων. Φυσικά, στον μαστό υπάρχουν και αιμοφόρα αγγεία για να αιματώνουν τους ιστούς. Όλο αυτό το σύστημα περιέχει λιπώδη ιστό και περιβάλλεται από ένα προστατευτικό στρώμα λίπους και από δέρμα.
Η θηλή αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες, κολλαγόνο και ελαστικό ιστό. Στην κορυφή της υπάρχουν 15-20 στόμια όπου καταλήγουν οι γαλακτοφόροι πόροι. Το ύψος της είναι περίπου 1-1,5 εκατοστά και αυξάνει κατά τον θηλασμό. Στην περιοχή της θηλαίας άλω, υπάρχουν διάσπαρτα οζίδια, τρίχες καθώς επίσης σμηγματογόνοι και ιδρωτοποιοί αδένες.
Το μέγεθος και το σχήμα του μαστού διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα. Εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως είναι η κληρονομικότητα, η ηλικία, το συνολικό σωματικό βάρος, η ελαστικότητα του δέρματος και η επίδραση ορμονών (κυρίως προγεστερόνης και οιστρογόνων).
Κατά την αναπαραγωγική ηλικία, τα υψηλά επίπεδα των οιστρογόνων που εκκρίνονται από τις ωοθήκες και η προγεστερόνη διατηρούν τους μαστούς πυκνούς. Οι μαστοί εμφανίζουν περιοδικές μεταβολές λίγες ημέρες πριν την ωορρηξία μέχρι και την έμμηνο ρύση: αύξηση του μεγέθους τους, ευαισθησία και ενδεχομένως αίσθημα τάσης (πίεσης). Αυτά τα συμπτώματα είναι απολύτως φυσιολογικά και συνήθως υποχωρούν μετά την έναρξη της εμμηνορρυσίας.
Στην εγκυμοσύνη, λόγω της αύξησης παραγωγής των ορμονών, το μέγεθος του μαστού, της θηλής και της θηλαίας άλω αυξάνει. Ο αδένας υπερπλάσσεται και οι γαλακτοφόροι πόροι επιμηκύνονται. Τις 2-3 πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό, από τον αδένα παράγεται το πρωτόγαλα (πύαρ). Μετά την τρίτη μέρα αρχίζει η παραγωγή του γάλακτος, η οποία ρυθμίζεται από την ορμόνη προλακτίνη. Μετά το τέλος της γαλουχίας ο μαστός επανέρχεται στο φυσιολογικό μέγεθός του.
Στην εμμηνόπαυση παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας των μαστών: ο αδενικός ιστός και οι λοβοί του μαστού ατροφούν και αντικαθίσταται από λίπος, με συνέπεια τη μείωση της πυκνότητας του μαστού.
Οι μαστοί είναι το κύριο σύμβολο της θηλυκότητας και γι’ αυτό οι παθήσεις τους έχουν έντονες επιπτώσεις, όχι μόνο σωματικές και αισθητικές αλλά κυρίως συναισθηματικές και ψυχολογικές στις ασθενείς.